- σακχαρίνη
- η сахарин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σακχαρίνη — Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό.… … Dictionary of Greek
σακχαρινικός — ή, ό, Ν [σακχαρίνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σακχαρίνη … Dictionary of Greek
σουλφαμιδοβενζοϊκός — και σουλφαμινοβενζοϊκός, ή, ό, Ν φρ. «σουλφαμιδοβενζοϊκό οξύ» χημ. περιληπτική ονομασία τριών οργανικών αρωματικών οξέων, ισομερών μεταξύ τους, κυριότερο από τα οποία είναι το ο σουλφαμιδοβενζοϊκό οξύ, με αφυδάτωση τού οποίου προκύπτει η τεχνητή… … Dictionary of Greek
σουλφιμίδιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα σουλφιμίδια χημ. περιληπτική ονομασία οργανικών ενώσεων οι οποίες προκύπτουν κατά τη συμπύκνωση ενός σουλφοναμιδίου με ένα καρβοξυλικό οξύ, όπως λ.χ. η σακχαρίνη, που είναι σουλφιμίδιο τού βενζοϊκού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
γλυκαντικός — ή, ό αυτός που γλυκαίνει: Η σακχαρίνη είναι γλυκαντική ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)